ψιχάλα

ψιχάλα
[психала] ουσ. Θ. мелкий холодный дождь, изморозь,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψιχάλα" в других словарях:

  • ψιχάλα — η, Ν 1. ψιλόβροχο 2. σταγόνα ψιλής βροχής («έπεσαν οι πρώτες ψιχάλες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών ψεκάδα «σταγόνα» και ψίχαλο / ψίχα] …   Dictionary of Greek

  • ψιχάλα — η λεπτή βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • ψάχαλο — το, Ν 1. ψίχουλο 2. αποκοσκινίδι δημητριακών, σκύβαλο 3. σκουπιδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίχαλα / ψιχάλα, κατά τον φωνηεντισμό τού ψακάς] …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …   Wikipedia

  • ψακάδιον — και μτγν. τ. ψεκάδιον, τὸ, Α [ψακάς / ψεκάς, άδος] υποκορ. ψιχάλα …   Dictionary of Greek

  • ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… …   Dictionary of Greek

  • ψιλοβρόχι — το, Ν ψιλόβροχο, ψιχάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο βρόχι] …   Dictionary of Greek

  • ψιλόβροχο — το, Ν (μετεωρ.) τύπος κατακρημνίσματος με τη μορφή πολλών λεπτών σταγονιδίων νερού, τα οποία πέφτουν αιωρούμενα στην ατμόσφαιρα, αλλ. ψιχάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρόχο (< βροχή)] …   Dictionary of Greek

  • ψιχαλίζει — Ν [ψιχάλα] (τριτοπρόσ.) ρίχνει ψιλή βροχή …   Dictionary of Greek

  • ψιχαλητό — το, Ν ψιχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιχάλα + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»